Άλλες σελίδες
Πανηγυράκι | Πάσχα | Οι Καιροί | Οι Βρύσες | Κάλαντα | |
*
Πανηγυράκι
ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ
Σ
αράντα παλικάριααπό τη Λει-. από τη Λειβαδιά.
Πάνε για να πατήσουνε
την Τροπο-, μωρ’ την Τροπολιτσά
Σ
το δρόμο που πηγαίνανε γέροντα,μωρ’ γέροντ’ απαντούν.
Ώρα καλή σου γέρο
καλώς τα τα, καλώς τα τα παιδιά.
Π
ού πάτε παλικάριαπού πάτε βρε, πού πάτε βρε παιδιά.
Πάμε για να πατήσουμε
την Τροπο-, μωρ’ την Τροπολιτσά
ΕΝΑΣ ΑΪΤΟΣ
Έν
ας, μωρέ ένας, ένας αϊτός καθότανε,Μωρέ καθότανε,
Στον ήλιο και λιαζότανε, μωρέ λιαζότανε.
Κι έξυ-, μωρέ κι έξυνε τα νυχάκια του,
μωρέ τα νυχάκια του,
τα νυχοποδαράκια του, μωρέ ποδαράκια του.
Νύχια, μωρέ νύχια, νύχια μου και νυχάκια μου,
μωρέ και νυχάκια μου,
και νυχοποδαράκι μου, μωρέ ποδαράκια μου.
Την πέ-, την πέρδικα, την πέρδικα που πιάσατε,
μωρέ που πιάσατε,
να μην την εχαλάσετε, μωρέ μη χαλάσετε.
Θε να, μωρέ θε να, θε να τη βάλω στο κλουβί,
μωρέ στο κλουβί,
να κελαηδεί κάθε πρωί, μωρέ κάθε πρωί.
ΠΑΝΩ ΣΕ ΨΗΛΗ ΡΑΧΟΥΛΑ
Π
α- μωρέ πάνω, σε ψηλή ραχούλα,πάνω σε ψηλή ραχούλα, κάθεται μια βλαχοπούλα.
Κ
αι μωρέ και τη ρόκα της κρατάεικαι τη ρόκα της κρατάει, πρόβατα κι αρνιά φυλάει.
Τ
σο- μωρέ τσοπανόπουλο από πέρα,τσοπανόπουλο από πέρα, τραγουδάει με τη φλογέρα.
Τ
ρα- μωρέ τραγουδάει το καημένο,τραγουδάει το καημένο, με παράπονο, θλιμμένο.
ΟΤΑΝ ΠΕΡΝΑΣ ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΧΑΜΗΛΩΝΕΙΣ
Ό
ταν περνάς , καλέ, γιατί τα μάτια χαμηλώνεις ;έχεις παράπονο και δεν το φανερώνεις
;
Λ
όγια του κόσμου μην ακούς ότι σου λένε,δες τα ματάκια μου που μέρα νύχτα κλαινε.
Δ
ε μου μιλάς γιατί Δε θες να μου μιλήσεις ;ρίξε μου μια ματιά να με παρηγορήσεις.
ΤΩΡΑ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ
Τ
ώρα τα πουλιά,τώρα τα χελιδόνια,
τώρα οι πέ-, τώρα οι πέρδικες.
Τ
ώρα οι πέρδικεςγλυκολαλούν και λένε
:ξύπνα αφέ-, ξύπνα αφέντη μου.
Ξ
ύπνα αφέντη μου,ξύπνα γλυκιά μου αγάπη,
ξύπνα αγκά-, ξύπνα αγκάλιασε.
Ξ
ύπνα αγκάλιασεκορμί κυπαρισσένιο,
κάτασπρο, κάτασπρο λαιμό.
Κ
άτασπρο λαιμόσαν του Μαγιού το δρόσο,
σαν το κρύο, σαν το κρύο το νερό.
ΜΑΤΙΑ ΣΑΝ ΚΑΙ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΟΥ
Μ
άτια σαν και τα δικά σου,δεν υπάρχουν στο ντουνιά,
κι όποιος τα γλυκοφιλήσει,
χάρο δεν φοβάται πια.
Ά
σε με να τα φιλήσω,μήπως βρω τη γιατρειά.
Να μου φύγει το σαράκι,
που μου τρωει την καρδιά.
ΜΕ ΓΕΛΑΣΕ ΜΙΑ ΧΑΡΑΥΓΗ
Μ
ε γέλασε μια χαραυγήτ’ άστρα και το φεγγάρι,
με γέλασαν και μου πανε
ποτέ δεν θα πεθάνω.
Ά
ντε και βγήκα νύχτα στα βουνάψηλά στα κορφοβούνια,
βλέπω το χάρο να ΄ρχεται
στο άλογο καβάλα.
Μη με παίρνεις χάρε μη με παίρνεις
αφού δε με ξαναφέρνεις.
ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ
Τ
ι έχεις καημένε Παρνασσέ,και στέκεις λυπημένος
;Μην είν’ τα χιόνια σου βαριά
και τα νερά σου κρύα
;
Δεν
είν’ τα χιόνια μου βαριάκαι τα νερά μου κρύα.
Σαράντα βρύσες με νερό
κι εξήντα δυο πηγάδια,
δεν μου τον σβήνουν τον καημό
πόχω στα φυλλοκάρδια.
ΝΑ ΤΑΝ ΤΑ ΝΙΑΤΑ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ
Ω
ρέ να ΄ταν τα νιάτα,να ΄ταν τα νιάτα δυο φορές,
να ΄ταν τα νιάτα δυο φορές
τα γηρατιά καμία.
Ω
ρέ να ξανανιώσωνα ξανανιώσω πουλί μου μια φορά
να ξανανιώσω μια φορά
να γίνω παλικάρι.
Ω
ρέ να βάνω το φε-,να βάνω το φεσάκι μου,
να βάνω το φεσάκι μου,
να βγαίνω στο παζάρι.
ΙΤΙΑ – ΙΤΙΑ
Ι
τιά, Ιτιά μοσχοϊτιάμου ΄χεις μαράνει την καρδιά.
Ι
τιά, Ιτιά μέσα στο ρέμασ’ αγαπώ δεν είναι ψέμα.
Ι
τιά μου σε παρακαλώσκύψε να κόψω τον ανθό.
Σ
τη Ρούμελη και στο Μοριάόλοι χορεύουν την Ιτιά.
Ι
τιά μου στα χρυσά σου κλώνιακελαηδούν πουλιά κι αηδόνια.
Ι
τιά μου εσύ γλυκιάδώσε μου δυο γλυκά φιλιά.
Δ
ώσε μου δυο γλυκά φιλιάνα μου γιατρέψεις την καρδιά.
Σ’ ΑΓΑΠΩ ΓΙΑΤΙ ΕΙΣΑΙ ΩΡΑΙΑ
Σ’
αγαπώ, σ’ αγαπώ γιατ’ είσαι ωραία,σ’ αγαπώ γιατ’ είσαι εσύ.
Αγαπώ, αγαπώ κι όλο τον κόσμο,
γιατί ζεις κι εσύ μαζί.
Τ
ο παρά- το παράθυρο κλεισμένο,το παράθυρο κλειστό.
Άνοιξε, άνοιξε το ένα φύλλο
την εικόνα σου να ιδώ.
ΤΟ ΓΕΛΕΚΑΚΙ
Τ
ο γελεκάκι που φοράς,εγώ στο ΄χω ραμμένο.
Με πίκρες και με βάσανα
το ΄χω φοδραρισμένο.
Φ
όρα το μωρό μου, φόρα το χρυσό μου,γιατί δε θα το ξαναφορέσεις άλλο πια,
φόρα το για νάσαι για να με θυμάσαι,
για μετάξι έχω τα σγουρά σου τα μαλλιά.
Μ
ε πήρ’ ο ύπνος κι έγειραστου καραβιού την πλώρη
και ήρθε και με ξύπνησε
του καπετάνιου η κόρη.
Ά
ιντε το μαλώνω, το μαλώνω,άιντε κι ύστερα το μετανιώνω.
Άιντε το μαλώνω και το βρίζω,
άιντε την καρδούλα του ραγίζω.
ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ
Τ
ο βλέπεις κείνο το βουνό το κορφανταριασμένο,που’ χει ανταρούλα στην κορφή και καταχνιά στον πάτο,
πο’ χει τον πύργο γυάλινο, τα τζάμια κρυσταλλένια
;
Ε
κεί κοιμάται μια ξανθιά μιας χήρας θυγατέρα.Μα πώς να την ξυπνήσουμε, μα πώς να της το πούμε ;
Ξύπνα ,καημένη Αναστασιά , και μην βαριά κοιμάσαι
ξύπνα ν’ ανάψεις τη φωτιά , να σβήσεις το λυχνάρι
γιατί μας πήρε η χαραυγή, το δόλιο μεσημέρι.
Π
ώς να σκωθώ, λεβέντη μου, πώς να σκωθώ, παιδί μου,μπλέχθηκαν τα μαλλάκια μου με τα δικά σου αντάμα.
Σελίδα 1 2 |