Άλλες σελίδες
Πανηγυράκι | Πάσχα | Δημοτικά τραγούδια | Οι Καιροί | Οι Βρύσες | Κάλαντα | |
Αποτρυγώντας
του Ηλία Κ. Λιάκου
Πάλι αρχίζω με το γνωστό «Τρύγος, θέρος, πόλεμος». Και τα τρία όποιος δεν τα έζησε... Ευτυχώς οι νεότεροι που δεν έζησαν τον πόλεμο και δυστυχώς που δεν έζησαν τον τρύγο και το θέρο. Έτσι, για χατήρι τους, θα σταθώ στον τρύγο και ειδικά στα μετά τον τρύγο, αποτρυγώντας.
Τέτοια εποχή λοιπόν που λένε, πριν τ' Αη-Δημητριού, σειρές ατέλειωτες τα μουλάρια κουβαλούσαν με τα τρυγό... τα σταφύλια στο σπίτι. Αφού τα πάταγαν στο «πατήρ'» έριχναν μετά μούστο και τσίπουρα στην κρασόκαδη, που ήταν φτιαγμένη από ελάτινο άροζο ξύλο, και τα άφηναν από 10 ως 40 ημέρες να βράσουν. Εκεί γινόταν η ζύμωση κι έπαιρνε το χρώμα του το κρασί, από ανοιχτό βυσσινί ως πολύ σκούρο, σχεδόν μαύρο και τη στιφή, τη «μπρούσκη» γεύση του.
Ύστερα άρχιζε το «άρμεγμα» του κρασιού από τον «πίρο» της κάδης, την τρύπα τη βουλωμένη που έχει στη βάση της για το σκοπό αυτό, και το έβαζαν στα βαρέλια.
Αν ήταν καλή η χρονιά, με πολλά σταφύλια και δε χώραγε η κάδη το «σταφλοπάτ'», τότε η δουλειά πήγαμε «πατατράβα». Το «τράβαγαν» κατ' ευθείαν από την κάδη για το βαρέλι. 'Ήταν το περίφημο κανελλάτο, το κοκκινέλι, με το διάφανο ρουμπινί του χρώμα και τη θαυμάσια γεύση του. Το απόφευγαν όμως γιατί ήταν επικίνδυνο να «δώσει στα πόδια». Βλέπετε το «βράσιμο» στερέωνε το κρασί. Πού φάρμακα και χημεία τότε.
'Οταν στην κάδη έμεναν μόνο τα τσίπουρα, τότε έριχναν νερό μέχρι που να τα «πνίξει» και τα άφηναν εκεί να γίνει πάλι ζύμωση. 'Ηταν το περίφημο «καδόκρασο» ή «μπουρουβίκους» ή ολαφρόπιοτη «φτεια» κρασί πολύ ελαφρύ, με κάπως καυστική γεύση που έπρεπε να καταναλωθεί μέχρι τη Λαμπρή, γιατί αλλιώς ξύνιζε. Αν όμως τα σταφύλια ήταν απ' το Λύκο, τη Σέρπαινα, την Αρχοντίσαινα και γενικά από χαμπήλωμα, τότε τύφλα νάχε η σαμπάνια. Γι' αυτό μερικοί έλεγαν ότι η Αράχωβα παράγει «ανήφορο, κατήφορο, κατεβατό και καδόκρασο...».
Πριν όμως τα τσίπουρα καταλήξουν στο ρακαριό, έπρεπε να τους πάρουν και το τελευταίο ίχνος κρασιού. Τα έβγαζαν από την κάδη και τα παράδιναν στο έλεος του στίφτη.
Ο στίφτης ήταν ένα μηχάνημα που συμπιέζοντας τα τσίπουρα, τα οποία έβρεχαν και πάλι λίγο, τους αφαιρούσε το κρασί που κατακρατούσαν.
Αποτελούταν από το «καζάνι» επίπεδη σιδερένια κυκλική πλάκα διαμέτρου εξήντα με εβδομήντα πόντους, που στην άκρη γύρω είχε αυλάκι και που κατάληγε σε κάλανο. Το «καζάνι» στηριζόταν σε τρία σιδερένια πόδια, τόσο ψηλά ώστε να μπορεί μπρος κι από κάτω απ' τον κάλανο να χωράει καζάνι μεγάλο, όπου θα πέφτει το κρασί, το «στιψιάτικο» - άλλη κι αυτή γεύση υπέροχη -. Στο κέντρο της πλάκας ήταν «αδράχτι», σιδερένια ράβδος που σε όλο το μήκος της είχε «στρίμματα», βόλτες, να βιδώνεται εκεί η «μηχανή». Γύρω απ' το καζάνι προσαρμοζόταν η «κάδη» κύλινδρος που αποτελούνταν από δύο κομμάτια διαμέτρου τέτοιας που όταν τοποθετούνταν να αφήνει έξω της το αυλάκι και ύψος περίπου εξήντα πόντων, φτιαγμένη με δόγες ξύλινες, από σκληρό ξύλο, βιδωμένες σε δύο μισά σιδερένια βραχιόλια, ένα επάνω, ένα κάτω, έτσι, που να αφήνουν ένα-δύο πόντους κενό ανάμεσα στις δόγες.
Κατά μήκος στο αδράχτι έβαζαν τον «πάφλο», σιδερένιο έλασμα, που χώριζε κατακόρυφα την κάδη σε δύο ίσα μέρη, ένα για να κόβονται εύκολα στα σύριζα, στυμμένα τσίπουρα.
Γέμιζαν λοιπόν την κάδη τσίπουρα, τα πατίκωναν όσο μπορούσαν με τα χέρια κι από πάνω βάζαν τα κουρεμάδια, ξύλινα κομμάτια, που τα δύο πρώτα, ημικυκλικά όπως ήταν εφάρμοζαν ακριβώς πάνω στην κάδη κι είχε στη μέση από ένα μικρό κενό ημικύκλιο, ίσια για να περνάει το αδράχτι. Μετά βάζαν άλλα δύο κουρεμάδια σταυρωτά με τα πρώτα, και μετά τα δύο τελευταία, πάλι σταυρωτά. Τέλος βάζαν τη «μηχανή».
Αυτή ήταν ένας μηχανισμός που βίδωνε στο σπείρωμα του αδραχτιού, πιέζοντας τα κουρεμάδια προς τα κάτω, που με τη σειρά τους πίεζαν τα τσίπουρα, για να βγει τo κρασί. Βλέπετε αν «η σφίξη βγάζει το λάδι», βγάζει όμως και το κρασί. Η μηχανή είχε ειδική υποδοχή στην οποία έμπαινε σιδερένια βέργα - και οι μεγάλες μηχανές δύο -. Με αυτή την έφερνες γύρω. Και καθώς κατέβαιναν μηχανή και κουρεμάδια σιγά-σιγά, έβλεπες ανάμεσα στις δόγες της κάδης τα τσίπουρα να ιδρώνουν στην αρχή και μετά να μπιρίζουν από ολούθε κρασί μοσχάτο και γαρυφολάτο. Αυτή ήταν η ευχή όταν άρχιζε το στύψιμο: «'Αιντι, μουσκάτα κι γαρυφουλάτα».
Κι όταν η ανθρώπινη δύναμη δε μπορούσε πια να κατεβάσει άλλο κάτω τη μηχανή στρέφοντάς την, τότε της βάζαν τα «κλειδιά», δύο μικρά ορθογώνια σιδεράκια που
στην άκρη ήταν λοξά, τριγωνικά κομμένα, και τη σιδερένια βέργα δεν την γυρνούσα πια γύρω από την κάδη, αλλά την κινούσαν παλινδρομικά, μία μπρος μία πίσω. Κι αναπήδαγαν στην κάθε κίνηση χορεύοντας τα κλειδιά, δίνοντας με το χαρακτηριστικό, μεταλλικό τους ήχο - τσικίρ - τσικ, τσικίρ - τσικ - το ρυθμό στο στύψιμο και τον τόνο στον ήχο που έκανε το «στιψιάτικο» πέφτοντας στο καζάνι, έτσι αψύ μοσκοβολητό και αφρισμένο.
Την όλη εικόνα συμπλήρωνε αυτός που χειριζόταν το στίφτη. Πάντα αχνιστός και ιδρωμένος, με αλαντζά πουκάμισο ανασκουμπωμένα τα μανίκια της κάτω απ' τον αγκώνα, με ντριλένιο παντελόνι - το μπάλωμα απαραίτητο -, με ποδιά κρεμασμένη απ' το λαιμό, που έδενε στη μέση και που σβάρναγε ώς κάτω, με παπούτσια από βακέτα και ρόδα καουτσούκ για πέτσωμα και που όλα αυτά είχαν χάσει το αρχικό τους χρώμα, γιατί ήταν καταμαυρισμένα απ' τα κρασιά και τα τσίπουρα. Κι αυτός πάντα χαμογελαστός, όταν τελείωνε την κάθε στιψιά έπινε κι από «μια βολά».
Κι αφού απ' τα χαράματα γύριζε αρκετά σπίτια με το στίφτη φορτωμένο στο μουλάρι του, πνιγμένο κι αυτό στα κρασιά και στα τσίπουρα, γιατί πώς αλλιώς να τον μεταφέρει, το βράδυ έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού. Ευτυχώς όμως που ήξερε το μουλάρι το σπίτι. Στιψιά και βολά βλέπετε...
Τέτοια εποχή, λοιπόν που λέτε, περνώντας τ' Αη Δημητριού. Κι ευτυχώς που ήξερε το μουλάρι το σπίτι...
* Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Αράχωβα Παρνασσού" Καλοκαίρι-Φθινόπωρο 1991.