Άλλες σελίδες
Πανηγυράκι | Πάσχα | Δημοτικά τραγούδια | Οι Βρύσες | Κάλαντα | |
ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ
του ΗΛΙΑ Κ. ΛΙΑΚΟΥ
Με τον γέρο Μήτσο το Μηλιώνη είμαστε πολύ παλιοί φίλοι κι απ’ ότι ακούω, η φιλία αυτή είναι παππουδική. Τον θυμάμαι από τότε που νόγησα τον εαυτό μου, αλλά γίναμε φίλοι - κι ας είναι πολύ τρανύτερος από μένα - αφ’ όντας, άγουρο παλληκαρόπουλο ακόμα, φορτωνόμουνα το ντουφέκι που σβάρναγε, ζωνόμουνα το σελάκι που μ’ έφερνε δύο δίπλες και κίναγα απ’ αχάραγα, πριν καν να γαλατώσει ο ουρανός πέρα κατά το Ξεροβούνι, να πάω μαζί του για κυνήγι. Τον θυμάμαι στα νιάτα του όχι πως τώρα δηλαδή άλλαξε και τόσο - ξερακιανό, με κολλημένα μάγουλα, με το λιανό μουστάκι του, τα μαλλιά του ίσια πίσω χτενισμένα, πάντα ακούραστο, με το αητίσιο μάτι του, να ερευνά τα τράφια, τις σύρτες και τα σύρματα, για να σου λέει τελικά ότι ο λαγός είναι στην τάδε μάζα, να πέτα ένα λιθάρι και θα ιδείς. Κι ήταν πάντα αλάθητος, κει που και τα λαγωνικά λαθεύαν.
Δε μ’ έμαθε λοιπόν τα γιατάκια και τα γρέκια ο Μηλιώνης, τους τορούς και τα καρτέρια, τον τόπο με την πιθαμή και πώς τον λένε εδώ και πώς τον λένε εκεί και γιατί τον λένε έτσι. Αυτά τα ξέρουν όλοι.
Εκείνο που μ’ έμαθε είναι το πώς να μαντεύω τους καιρούς απ’ τα δρύματα κι από τα σημάδια. Όχι πως θα τον φτάσω ποτέ ούτε στην τέχνη του κυνηγιού, ούτε στου καιρού την πρόβλεψη. ‘Ομως, έτσι, για να πάρετε και εσείς μια ιδέα της επιστήμης μας, ακούστε πώς με δασκάλευε στου καιρού το μάντεμα.
‘Άλλη φορά θα σας πω και για το κυνήγι.
Και πρώτα πρώτα μ’ έμαθε τα δρύματα, τα Ημερομήνια
. Αυτά, μου έλεγε, ολούθε λένε τον καιρό. Δω τα βλέπεις, δω σου τον λένε, στα Φάρσαλα τα βλέπεις, στα Φάρσαλα σου τον λένε. Αυτά λοιπόν αρχίζουν από την 1η Αυγούστου, από μεσάνυχτα σε μεσάνυχτα για κάθε μέρα. Η 1η Αυγούστου είναι ο Αύγουστος; η 2 ο Σεπτέμβριος, η 3 ο Οκτώβριος, κι έτσι πάει λέγοντας, μέχρι που φτάνουμε στις 11 που είναι ο Ιούνιος και στις 12 που είναι ο Ιούλιος. Απ’ τα μεσάνυχτα μέχρι τις 12 το μεσημέρι είναι ο μισός μήνας κι από κει μέχρι τ’ άλλα μεσάνυχτα ο άλλος μισός. Βέβαια δεν πρέπει να περιμένουμε ακριβώς τον ίδιο καιρό που κάνει το ημερομήνι. Αυτός όμως παρά δε θα είναι ο επικρατέστερος, ότι κάνει την ημέρα αυτή θα κάνει κι όλο το μήνα.Τα σημάδια όμως δείχνουν το τι καιρό θα κάνει στο σημείο απ’ όπου τα βλέπεις. Έτσι άμα ιδείς στις Ομαλές, στο βουνό απέναντι, κει κοντά στον Άνθιμο να πετάγεται μια ανταρούλα, ο καιρός είναι από μέσα και αυτή είναι του Σιρόκου
. Να ξέρεις δε ότι κανένας καιρός δω στον τόπο μας τουλάχιστον - αλλού δεν ξέρω - δεν είναι καθαρός, αλλά πάντα ανακατωμένος με κάποιον άλλο. Όταν λοιπόν απ’ την άνταρούλα που αγναντεύει απ’ την Κεσφίνα προς τα δω ίσια που φαίνεται το αγνάντεμά της, να περιμένεις σε μια-δυο ημέρες βροχή. Μπορεί όμως, άμα το γυρίσει στον Κατεβατό να γυρίσει πίσω ο Σιρόκος και να μην ιδείς σταλαματιά. Γιατί ο Κατεβατός τους νικάει ολουνούς τους καιρούς, κι είναι ο δυνατότερος.Άμα όμως δεν ιδείς ανταρούλα, αλλά αντάρα που να καβαλικεύει τις Ομαλές και να βοσκάει δώθε, κατά του κρεμμύδα το χέρωμα, να κει, στο μοναχό χωράφι και να κάνει κατ’ τον Πλατύ σωριά, στο Παντίνι από πάνω, τα σημάδια τότε είναι αλάθητα. Είναι βροχή την ίδια μέρα. Άμα είναι χειμώνας και κεντήσει και λίγος βοριάς, ε, τότε δυο μπόγια θα το πάει το χιόνι. Δεν έχει ακούσει, Σιροκοβοριάς σου λέει.
Όταν ο καιρός είναι Νοτιάς
, Όστρια τον λένε καμπόσοι, τότε κάνει ζέστα. Άμα δε κάνει να τον γυρίσει στην Κιφόστρια, τότε δε σε κρατάει πουθενά, καίει ο τόπος. Άμα μπουμπουνίσει η Όστρια φεύγα, έρχεται βροχή θάλασσα. Είναι όμως στύλος, τοπική. Καμπόσες φορές ρίχνει χρωματιστή βροχή. Είναι γιατί ο αγέρας που έρχεται από κάτω, απ’ την Αφρική σήκωσε και το χούμα, καταλαβαίνεις τι κάνει κει κάτω άμα φυσάει. Θυμάμαι μια χρονιά, κει που έκοψα τον τορό με το φτυάρι στο χιόνι, το έβλεπες ζνάρια-ζνάρια, που το καθένα είχε και το χρώμα του. Είναι γιατί ο καιρός ήταν από κάτω και κάθε που έριχνε κι από μια πασπάλα είχε κι από διαφορετικό μέρος σηκώσει το χούμα.Απ’ το Σταυρό, τον Κάτω Σταυρό παρά δε, έρχεται
o Βλαχιώτης, ο πιο ανισόρροπος καιρός. Ούτε ξέρεις ούτε ξέρει τι κάνει. Ο Μάρκος και ο Βλαχιώτης είναι το ίδιο πράμα. Τον λέμε δω έτσι, γιατί κινάει από πάνω απ’ των Γιαννίνων τα μέρη και παίρνει σβάρνα όλους τους βλάχους. Άμα τραβάει αυτός, χωριμούς δεν έχουν. Τον λένε και Μέγα, γιατί είναι πολύ δυνατός, αλλά και Χαλαζιθά, γιατί τους ζεστούς μήνες ως να καλοκάνεις μπορεί να το πάει μια πιθαμή το χαλάζι. Το χειμώνα σε μια ώρα μπορεί το χιόνι να το πάει ένα μπόι και την άλλη ώρα να το φαει ολότελα. Απ’ ότι καταλαβαίνεις δεν είναι να βαίνεις εμπιστοσύνη σ’ αυτόν, γιατί «ως το γιόμα το ψοφάει κι ως το βράδυ το βρωμάει».Αν δεις στράψιμο, περίμενε βροχή από κει. Άμα είναι μακρινό και σα γραμμή, βαθιά κι αλάργα, η βροχή θ’ αργήσει νάρθει. Αν το δεις σα σπίθα και κοντινό φεύγα γρήγορα. Άμα ακούσεις το μπουμπουνηταριό, βρες τρούπα και μπες, προκάνεις δεν προκάνεις.
Τώρα θα σου ειπώ για την Τρούπια Σπηλιά. Αυτή ξέρεις, είναι στο Κάτω Χάνι του Ζεμενού, ίσια απάνω, να στα Φρούσια καταπάνω, στο φρύδι του κοφτού γκρεμνού. Στο έμπα της είναι από πάνω, απ’ τις λάκες του Αϊ-Νικόλα. ίσια μπρος και δεξιά.
Εκεί λοιπόν άμα ιδείς μια ανταρούλα, του Σιρόκου είναι αυτή πάντοτε, σε μια-δυο ημέρες ο καιρός πάει για βροχή. Αν την δεις το πρωί, το απόγευμα θα βγάλει σύγνεφα οπωσδήποτε, θα χαλάσει. Άμα γιομώσει η αντάρα και γύρει κατά δώθε, προς το χωριό μεριά και ιδείς στο Μπαϊντάνη να μην αγναντεύει το σύγνεφο του Κατεβατού, θα βρέξει ολούθε. Άμα όμως ανασαίνει λίγο Κατεβατός τότε αδυνατίzει το Σιρόκο και βρέχει τόπους-τόπους.
Άμα όμως γύρει δώθε το σύγνεφο του Κατεβατού, που λέμε, πάει να ειπεί πως δεν κρατιέται και του κάνει το Σιρόκο να γύρει από δω κι από κει. Γι’ αυτό πάει η βροχή απ’ το Διστομίτικο και κάτω και απ’ το Καστρίτικο και κάτω.
Ο Κατεβατός
, μολόγαε ο παππούς μου, έχει το παλάτι του κατά στην κορφή στη Λιάκουρα, και παραδίπλα στο Λικέρι. Τι να το ιδείς, τι να το απαντήσεις, όλο κρούσταλλα, πεντάμορφο.Από κει λοιπόν ξεκινάει άμα κοτήσει και ανασάνει άλλος καιρός και τότε αλίμονο σ’ ότι βρεθεί μπροστά του. Μια φορά, πάνε χρόνια τώρα, έφερε έλατα απ’ το Βελιτσιώτικο και πέρασε καμπόσα την πέρα πάντα. Θηρίο ανήμερο, σου λέω. Σιέται ο τόπος, σε κόβει ο βρουζμός, ας είναι.
Αυτός έχει πέντε ομπασιές για την Αράχωβα. Κυρίως του πρόχει να μπει απ’ το Μπαϊντάνη, την Ομπολή. Από κει τραβάει ίσια κάτω στη Γόριανη, Τούμπρη και ακουμπάει την πέρα πάντα, στα Παντίνια. Μια άλλη είναι που κατεβαίνει απ’ του Μπελινά, τον κατήφορο, Γάντζες, Ράχη Σέλινο και σκαπετάει πέρα. Η τρίτη είναι δώθε μειριά απ’ τον Πετρίτη, να κει, στον Απάνω τυριά, από μέσα απ’ την Καραούλα. Άμα ξεχύσει από κει, σαρώνει το Σκαφιδάκι, το Σαρκίνο παρακάτω, τη δώθε Πάνεια και κρούει και λιγάκι τον Κούκουρα, παραδέ όμως φτάνει μέχρι το πίσω Ρέμα και κάπου-κάπου μέχρι το Κουκόρεμα. Άμα δε χωράει απ’ αυτές τις τρεις ομπασιές τότε κάνει πέρα μεριά και ξεχύνει απ’ το Σταυρό. Σαρώνει την Κατσιπλαγιά, Σφάλες, Βαθύρεμα κι όλη αυτή την πλάτη. Να καταλάβεις δώθε φτάνει μέχρι τη Χτιριαρού, άιντε ως το Πλόβαρμα, ούτε φουρτσί όμως παραδώθε. Καταλαβαίνεις τώρα το τι τραβάει ο ελαιώνας.
Και δεν είναι αυτό, αλλά φέρνει και ψιλοδρολάπι. Αντάμα με το Σταυρό, πολλές φορές, ξεχύνει και το Κρόκι, τ’ Καστριού ξεράδια. Άμα όμως αγριέψει κατακαλά, τότε δεν έχει χωρεμούς από πουθενά και κρατημούς από τίποτα. ‘Ισα να ξεθεμελιώσει το βουνό. Τον ακούς που κρούει στο Σιδηρόπορτο και λες πως βαράνε ούλες αντάμα του θεού ο μπομπάρδες. Άλλο να στο μολογάω κι άλλο να το βλέπεις και να τ’ ακούς. Και αφού δε χωράει από πουθενά, καβαλικεύει τότε και την Πωγωνή, και τότε είναι που είναι. Πουθενά δε σ’ απαντάει ο τόπος, και ταρακουνιέται το χωριό, λες και το πάει για ξεθεμέλιωμα. Βλέπεις τα λιθάρια που έχομε αράδα-αράδα απάνω στις σκεπές. Είναι για να μην παίρνει ο Κατεβατός τα κεραμύδια. Αλλά τι κεραμύδια μου λες, αυτός κόβει δέντρα, κόβει φουγάρα, παίρνει σκεπές ολόκληρες και σε βγαίνει στον ήλιο χωρίς να το καταλάβεις... Είναι να μην ξεχύσει Πωγωνή δεν αφήνει λιμηρίδα... Μολογάνε μια φορά πως στο Σταυρό, πήρε τους Σιμαρεσαίους με τα βόϊδα τους ερχόντουσαν οι ανθρώποι απ’ τα Καλύβια στο χωριό, να γλιτώσουν και γίναν όλοι άφαντοι. Λένε πως τους πέρασε την πέρα πάντα. Καμιά φορά φέρνει και χιόνι, έρχεται δηλαδή βουρκωμένος. Αλλά πού να το κρατήσει. Ούτε ξέρει που το πήzει ούτε ξέρει που το πάει... Άχρηστος καιρός, ούτε σταλαματιά βροχή, ούτε πασπάλα χιόνι, ντε, ξηροτσιβούρας.
Ότι και να κάνει όμως, να φτάνει ο Νότος, μπαίνει n Άνοιξη. Αρχίzει τούτος τώρα αγάλια αγάλια να τραβάει από μέσα και τα κρουσταλένια παλάτια μέρα με τη μέρα αφανίζονται και λυώνουν. Κι αυτός, μ’ αξανάγλυστα μαλλιά και γένια, φεύγει τον ανήφορο, κατά του Βοριά τα μέρη, με θελωμένο μάτι, δαγκώνοντας τη γροθιά του, σιώντας το κεφάλι του πέρα δώθε και φοβερίζοντας για το χειμώνα, που θα ξαναστήσει πάλι τα παλάτια του και τότε αλοίμονό μας...
Τώρα θα σου ειπώ για τα σημάδια στον Κουτσουρό. Τον βλέπεις, να κείνη η τελευταία ραχούλα, καταμεσίς, ίσα πίσω στην Αγια-Θυμιά.
Μόλις ιδείς το σύγνεφο κι ίσια π’ αγναντεύει από κει, είναι βροχή αλάθητη σε δυο-τρεις μέρες. Άμα κάμει και γύρει προς τα δω το σύγνεφο, το απόγιομα έχομε βροχή, ας είναι ξαστεριά ο ουρανός. Άμα χινοπωριάσει και ιδείς ένα καλάμι ψηλότερα μια οριζόντια ευθεία γραμμή από λιανό μαύρο σύγνεφο, τότε σε δυο ημέρες έχομε χιόνι. Άμα τη γραμμή αυτή τη δεις όρθια ν’ ανεβαίνει σαν καπνός από φουγάρο, είναι χιόνι αμέσως, γύρισε πίσω, μην πας στη δουλειά, ή φόρτωσε και φεύγα, προκάνεις δεν προκάνεις να πας στο χωριό.
Αστόχησα όμως να σου ειπώ για το Βοριά
. Βοριά εμείς λέμε αυτόν που μπαίνει απ’ το Ζεμενό για το χωριό κι απ’ το Δόκανο για τα Καλύβια. Αυτός έρχεται με χαμηλό σύγνεφο όλο φοβέρα και σκούντεφλο. Δεν κάνει όμως τίποτα σε μας, γιατί φτάνει μέχρι τα Μαύρα Λιθάρια, τα Καρούτια και πίσω κάτω. Βέβαια άμα δυναμώσει μας κρούει και λιγάκι. Κυρίως όμως ο φόρτσος ξεχύνει κάτω, το ποτάμι-ποτάμι, όπως πάνε τα νερά τον κατήφορο κατά τη θάλασσα. Φαίνεται από δω το κλάμμα του, σάισμα τον κατήφορο. Βουίζει και ταρακουνιέται ο τόπος όλος σταυραδερφός βλέπεις του Κατεβατού. Και απ’ το μεγάλο του αγκομαχητό και τη βοή που κάνει ο ανασασμός του κει που πρωτακουμπάει, καθώς ξεχύνεται απ’ το Ζεμενό, Βοούσα την είπαν τη ράχη και τον τόπο κι εμείς σήμερα τη λέμε Βούσα.Αυτός ο καιρός δε βρέχει, αλλά φέρνει ψιλή-ψιλή βροχούλα ή ψιλό-ψιλό χιονάκι, το βόριασμα, που άμα δυναμώσει κι αυτό γίνεται δαρτό χιονάκι, που σε διατρυπάει όθε σε λάβει, το φιο... Ευτυχώς, που λες, που αυτός παίρνει τα ποδαρικά μας κι όχι το χωριό, ειδεμή δεν θα κρατιώμαστε χειμωνοκαλόκαιρο με τίποτα δω πάνω...
Αυτά που λες για τα σημάδια στον τόπο μας και για να ειπείς τι καιρό θα κάνει πρέπει να είσαι από δω, γιατί πώς αλλιώς θα ξέρεις τις τοποθεσίες.
Το φεγγάρι
όμως το βλέπεις από ολούθε και μπορείς να καταλάβεις κι από κείνο για τον καιρό.Αν το ιδείς καθαρό μέσα, το δίσκο του και γύρω-γύρω έχει στεφάνι, έτσι σαν αλώνι, τότε θα βγάλει ανεμούρα. Άμα όμως γύρω έχει αλώνι και μέσα είναι σκοτεινό και θελωμένο, κάτσε και μέτρα τ’ αστέρια που είναι μέσα στ’ αλώνι. Σε τόσες ημέρες περίμενε βροχή. Αν δεις αστέρι κατάνακρα στο αλώνι, ίσια να βγαίνει έξω, γύρισε πίσω απ’ όπου πηγαίνεις, θα πιάσει αμέσως.
Αν θες να ιδείς πόσων ημερών είναι το φεγγάρι, ακούμπησε μπροστά στα μάτια σου τεντωτό μια σκέπη ή ένα μαντήλι. Καλύτερα είναι σκέπη γιατί είναι πιο αγανό το πανί. Όσες γραμμές απ’ το στημόνι ή το υφάδι το κόβουν κατά μήκος, τόσων ημερών είναι. Να ξέρεις ότι γνωρίzεται, όταν είναι τριών μερών. Θα έχεις ακούσει που λένε: «χαρά σ’ εκείνον που θα ιδεί τριών μερών φεγγάρι». Από τότε αρχίzει και φαίνεται. Θα το ιδείς λοιπόν το καινούργιο φεγγάρι πως είναι. Είναι ανάσκελα, με τις δαγκάνες προς τα πάνω, έχομε κακοκαιρία γενικά. Το ιδείς όρθιο, έχομε καλοκαιρία.
Όπως είναι το πρώτο φεγγάρι, έτσι θα πάνε και τ’ άλλα τρία, πολλές φορές και το τέταρτο και ο καιρός θα είναι τέτοιος, όπως ήταν του πρώτου φεγγαριού. Μπορεί όμως να έχει και λίγες αλλαγές. Όποια μέρα τύχει και αλλάξει για βροχή ο καιρός στο καινούργιο φεγγάρι, την ίδια μέρα θα αλλάξει, πάλι για βροχή και στο άλλο φεγγάρι και αυτό θα πάει έτσι για τρία-τέσσερα φεγγάρια. Να ξέρεις πως στη χασοφεγγαριά ή στη γιόμωση πάντα αλλάzει o καιρός. Αυτά για το φεγγάρι...
Τώρα λίγα για τον ήλιο.
Όταν το χειμώνα είναι ξαστεριά, συνεχόμενη για πολλές μέρες και ιδείς στο βασίλεμα τον ήλιο να πηγαίνει κλαίγοντας, με λίγα σύγνεφα, περίμενε αλλαγή του καιρού την άλλη μέρα. Αν πάλι είναι συγνεφιά κι ο ήλιος βασιλέψει ξάστερος, την άλλη μέρα θα καλωσυνέψει. Άμα καίει ο ήλιος πλειότερο απ’ το κανονικό του, θα έχομε βροχή σε δυο-τρεις ημέρες. Άμα βασιλεύει ή βγαίνει με κόκκινα σύγνεφα, έχομε ανεμούρα...
Δεν είναι μονάχα αυτά, είναι και τα ζωντανά που καταλαβαίνουν τον καιρό
.Έτσι, άμα ιδείς τα χελιδόνια να χαμηλοπετάνε, ίσια να σβαρνήσουν στο δρόμο, ο καιρός πάει για βροχή. Άμα ιδείς νεροφύδες ή σκληκαντέρες στο δρόμο όξω, πάλι θα βρέξει και γρήγορα. Είδες τα καβούρια στη ρεματιά όξω απ’ τις τρούπες των, βροχή και πολλή μάλιστα με μπουμπουνηταριό. Βγαίνουν όξω γιατί σκιάζονται να μην τα κλείσει η κατεβασιά που θα φέρει το ρέμα και τα χώσει στις τρούπες των.
Κείνα τα κίτρινα πουλιά, τα φαγανέλια, τα ξέρεις. Ε, άμα τα ιδείς το χινόπωρο κοπάδια, κοπάδια, περίμενε χειμώνα. Αλλά χειμώνα θα έχουμε κι άμα ιδείς και τις κυριαρίνες κοπάδια γύρω στο χωριό. Α, ναι, και τ’ ασπρολίθια άμα τα ιδείς να ξαπετάνε ίσια τον ανήφορο κατά τον ουρανό δέκα-δεκαπέντε μέτρα και να ματάρχονται ίσια πάνω, από κει που ξεκινήσαν, κάτι έντομα πρέπει να πιάνουν, την άλλη μέρα θα βρέξει.
Είναι πολλά τα σημάδια του καιρού, τι να πρωτοθυμηθώ και τι να πρωτοειπώ. Αυτά για τώρα κι άλλη φορά πλειότερα...
Έτσι τελείώνε το μάθημα κι εγώ με ανυπομονησία καρτέραγα την άλλη φορά.
Βέβαια είχα κι άλλους δασκάλους. Ένας απ’ αυτούς, o Γιώργος ο Πατσαντάρας, παληός τσοπάνης, όλο μεράκι στο σουραύλι και στο σκάλισμα της αγκούτσας, αρχίναγε:
«Το μπούφο τον ξέρεις, θα έχεις ακστά που λένε: Σαν τ’ μπούφ’ του πλι..».
Ε, λοιπόν το χειμώνα άμα, βασιλεύοντας ο ήλιος, στο σύχλιασμα, κοντά τ’ αποβραδύ, το ειπεί ο μπούφος στην αποσκιά, αλάθητο το χιόνι το πρωί, ότι καιρό ας θέλει ας κάνει, ας είναι και καλοκαιρινή ημέρα. Άμα είναι χαλασμοκαιρός και τ’ αποβραδύς πάλι το ειπεί κατά τα προσήλια, Θα σταματήσει η κακοκαιρία, ό,τι κι αν κάνει και θα βαρήσει ήλιος λαμπρός την άλλη μέρα…
Αν πάλι ιδείς στο Σαρανταύλι αντάρα να στεργιώνεται και να γέρνει πίσω κατά τά Καστρίτικα, προς την Καλανόραχη κι αυτά τα ιδείς το πρωί, σε μια ώρα δεξ’ τα και καρτέρατα, θα πιάσει καιρός στον Παρνασσό κι ας είν’ κατακαλόκαιρο. Είναι το ίδιο, σαν να ιδείς πολύ δροσιά τον Αύγουστο απάνω, ψηλά, σης Όμορφες Λάκες που το λένε. Την άλλη μέρα μη βγαίνεις απ’ το κονάκι, θα πιάσει και θα ρίξει θάλασσα...
Τι τα θες όμως, τι τα γυρεύεις, από δω απ’ το χωριό δε μπορώ να σου ειπώ τίποτα. Θα κάνουμε μια μέρα τον ανήφορο να σου δείξω επί τόπου τα σημάδια έτσι για να με θυμάσαι και να τα ειπείς και σε κάναν άλλον..».
Και μείναμε με τη συμφωνία να κάνουμε μια μέρα τον ανήφορο.
Όταν έρθει λοιπόν αυτή η μέρα και ‘ρθει και η άλλη φορά που θα ειπεί και ο άλλος πλειότερα, τότε να ιδείτε πόσα θάχω να σας ειπώ κι εγώ ακόμα...
* Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό" Αράχωβα Παρνασσού" Χειμώνας-Άνοιξη 1992