Άλλες σελίδες
Πανηγυράκι | Πάσχα | Οι Καιροί | Οι Βρύσες | Κάλαντα | |
*
Πανηγυράκι | Άλλα τραγούδια ( Σαράντα παλληκάρια, Ένας αητός, Ψηλή ραχούλα, Ιτιά,Τώρα τα πουλιά, Χαραυγή, Να ταν τα νιάτα δυο φορές, Σ'αγαπώ γιατί είσαι ωραία, Το γελεκάκι.
Της Αναστασιάς.)
Κατακαϋμένη Αράχωβα, το Δίστομο κι’Δαύλια Νταβέλη,
Νταβέλη, μωρέ Χρήστο Νταβέλη.
Τους κλέφτες τι τους κάνατε και τους Κακαραπαίους
;Στο Ζεμενό τους έχουμε, τους πολεμάει ο Μέγας,
ο Μέγας απ’ την Αράχωβα κι’ ο Λούκας απ’ τη Δαύλεια.
Συννέφιασε ο Παρνασσός
βρέχει στα καμποχώρια
και συ Διαμάντω μ’ άργησες
που πας αυτήν την ώρα.
Παω γι’ αθάνατο νερό,
γι’αθάνατο βοτάνι.
Να δώσω στην αγάπη μου,
ποτέ να μην πεθάνει.
Σε ωραίο, μαύρα μου μάτια.
Σε ωραίο περιβόλι.
Σε ωραίο περιβόλι,
αγαπώ’ να χελιδόνι.
Τ’αγαπώ, μαύρα μου μάτια.
Τ’αγαπώ κι εκείνο κλαίει.
Τ’αγαπώ κι’εκείνο κλαίει,
την καρδούλα μου, μου καίει.
Για δέστε τον αμάραντο
σε τι βουνό φυτρώνει, καλέ.
Φυτρώνει μεσ’ στα δίστρατα,
στους κάμπους στα λιθάρια.
Το τρων’ τα λάφια και ψοφούν,
τ’ αγρίμια και μερώνουν, καλέ.
Να το’ τρωγε κι η μάννα μου,
εμέ να μη με κάνει, καλέ.
Τούτο το, μαύρα μου μάτια.
Τούτο το καλοκαιράκι.
Τούτο το καλοκαιράκι,
κυνηγούσα
’ να πουλάκι.Κυνηγούσα, μαύρα μου μάτια
,κυνηγούσα προσπαθούσα.
Κυνηγούσα προσπαθούσα,
να το πιάσω δεν μπορούσα.
Κι
’ έστησα, μαύρα μου μάτιαέστησα,
τα ξόβεργά μου.Εστησα
τα ξόβεργά μου,κι ήρθ
’ η πέρδικα κοντά μου.
Να
’ μουν ελιά στα Σάλωνα και κλήμα στη Βελίτσα,να
’ μουν και στην Αράχωβα δραγάτης στα κορίτσια.Τ’ ακούτ
’ Αραχωβίτισσες κι’ Αραχωβιωτοπούλες;Το Μάη το κρασί μην πίνετε κι
’ όξω μην κοιμηθήτε.Το μάθαν δυο ζουρλά παιδιά και περπατούν τις νύχτες.
Σέρνουν ψωμί για τα σκυλιά, κρέας για τα λιοντάρια,
σέρνουν και υπνοβότανο υπνώνουν τα κορίτσια
….
Στα Ρίτσα βγαίνει ένα νερό
,το λέν
’ ασημονέρι.Το πίνουν οι Ριτσιώτισσες,
καμιά παιδιά δεν κάνει.
Νάθελ
’ το πιεί κι η μάννα μουΚαι με να μη με κάνει.
Κι αν μ
’ έκαμε τι μ’ ήθελε,κι αν μ
’ έχει τι με θέλει.Εγώ στα ξένα περπατώ,
στα ξένα τρώω και πίνω.
Ξένοι μου πλένουν τα σκουτιά,
ξένοι μου τα μπαλώνουν.
Τρία παιδιά, τρία παιδιά,
βολιώτικα,μας πήραν την Αννούλα,
Αννούλα μας γλυκειά.
Την πήραν και την πήγανε
,σε κλέφτικα
λημέρια,Σαρακατσάνισσα.
Πέσ
’ μας Αννιώ ποιον αγαπάς,και ποιον θα πάρεις γι
’ άντρα,Αννούλα μας γλυκειά.
Εγώ το Γιώργο
αγαπώ,κι αυτόν θα πάρω άντρα,
Σαρακατσάνισσα.
Θα πάρω αυτοκίνητο,
ωραία Αιγιώτισσα.
Και θάρθω να σε πάρω,
κόρη με τις ελιές
και με τα μαύρα μάτια,
τι έχεις κι όλο κλαίς.
Μη σε μαλώνει η μάννα σου
ωραία Αιγιώτισσα
.Η
μάννα σου κι θειά σου,κόρη με τις ελιές
και με τα μαύρα μάτια,
τι έχεις κι όλο κλαίς.
Ποιος είδε φυλικό παπά,
και διάκο αγκαστρωμένο.
Ποιος είδε κι ένα γούμενο,
τριών μερών
λεχώνα.Οι αποκρές μας ήρθανε,
τι άλλο καρτερούμε.
Παρακαλούμε το Θεό,
καλή Λαμπρή να δούμε.
Ας τραγουδήσω κι ας χαρώ,
του χρόνου ποιος το ξέρει
;Για θάμαι
’δω, για θάμαι’κει,για θάμαι
σ’άλλα μέρη.