Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ Η ΑΡΑΧΩΒΑ

ΗΛΙΑ Κ. ΛΙΑΚΟΥ

ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ

 

 

Συ τράβα στην πρωτεύουσα

στα σπίτια τα μεγάλα,

καλά κι εδώ που βρίσκομαι,

δεν τόχω για φευγάλα.

 

Συ κάτσε στα παλάτια σου,

γω σε καλύβι ας μείνω.

Χόρτασ’εσύ τη χλοβοή,

βουνίλα εγώ χορταίνω.

 

Τ’ανάστησε με στέρησες,

τα σπούδασε με κόπο

και σαν καλοπαντρεύτηκαν

διαλέξαν άλλον τόπο.

 

Καλά τους πάει η ζωή

και ζούνε σε παλάτια.

Τρεις είχε και της τάκλεισε

γειτόνισσα τα μάτια.

 

Καλή και η πρωτεύουσα,

τα σπίτια πέρα ως πέρα

κι όλοι παγαίνουν δρέμοντας

χωρίς μια καλημέρα.

 

Πιγκώθηκ’η καρδούλα μου

και μ’έπιασ’άλλο πράμα…

Ή είν’αυτοί καλύτερα

ή είμ’εγώ για κλάμα.

 

Εσύ έχεις στην πόλη σου

θέατρα, συναυλίες,

καλή «ποιότητα ζωής»,

σκέψεις αμφιβολίες…

 

Όλο δικό μου το χωριό

και πρόβλημα κανένα.

Εσύ μαραίνεσαι εμέ,

μα εγώ λυπάμαι εσένα.

 

Πολιτισμός είναι κι αυτός:

μας λεει γι’απωθημένα,

για ψυχικούς τραυματισμούς,

για τα κατεστημένα…

 

Πονάει, λυπάται, αγαπάει,

μισεί, σκοτώνει, κλέβει…

Απάνθρωπος ανθρωπισμός

σάματις βασιλεύει.

 

Καλύβι φτειάνω αλαργινό.

Οι γλάστρες, το περβόλι,

η προβατίνα, οι κότες μου,

η προκοπή μου όλη.

 

Βαρέθηκα κοπαδιαστά,

μονάχος πα να ζήσω.

Εσείς τραβάτε κατά μπρος..,

εγώ γυρίζω πίσω.

 

Κοιτάω τ’αστάχυ το μεστό

που το κορμί λυγάει,

το λουλουδάκι το καλό

που η μέλισσα τρυγάει,

 

το μύρμηγκα το δουλευτή,

το άκακο σκουλήκι…

Καλός ο κόσμος του Θεού,

μα οι ανθρώποι λύκοι.

 

Μάθε τι θες απ’τη ζωή,

φκειάξε τη φαμελιά σου,

βοήθα λιγάκι όθε μπορείς

και κοίτα τη δουλειά σου.

 

Χαρά σου πούσαι στο χωριό.

τα δυνατά σου βάνε,

άσε τις έγνοιες τ’αλλουνού

κι ότι μπορέσεις κάνε.

 

Αυτού στάσου που φύτρωσες,

της γης σου μείνε θρέμμα

και μην ονειροπαίρνεσαι,

είν’όλα ένα ψέμμα.

 

Κάτσε στο καλυβάκι σου,

στη μοναξιά σου μείνε.

Μη λες δεν έχεις τίποτα:

όλα δικάσου είναι.

 

Δε σκιάζομαι για τη ζωή,

όξω καημοί και ντέρτια.

Δουλειά να έχω κι άσε με,

είν’η πλασιά μου τέτοια.

 

Δεν πάω εγώ για έχοντα,

σας τόχω ειπωμένα.

Φτάνει να ζω για το χωριό

και το χωριό για μένα.

 

Ποτέ μου δε σκοτίστηκα

τι μένεται στην Πλάση.

Κάνω το κατά δύναμη

κι ό βρέξει ας κατεβάσει.

 

Ποτέ μου δεν πιθύμησα

άλλη ζωή να κάνω.

Γεννήθηκα στην παραστιά,

κει θέλω να πεθάνω.

 

Βαριά η δουλειά του ξιναριού,

βαριά και του ξωτάρη.

Άμα χορτάσεις το ψωμί

μεγάλη θάν’η χάρη.

 

Μας έφαγε η δούλεψη,

μας έμεινε ο κόπος.

Καταβολάδες μείνανε

και δε χερσεύει ο τόπος.

 

προηγούμενη

Σελίδα:1 2 3 4 5 6 7