ΗΛΙΑ Κ. ΛΙΑΚΟΥ
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
Π αίζουν παιδιά στη γειτονιά,γελάνε, κυνηγιώνται και τα παραμικρότερα δέρνονται, κλαίν, μαδιώνται.
Ξανάψαν και ροδίσανε, φωνές σαν κρύα βρυσούλα, τραντάφυλλα το γέλιο τους, το δάκρυ τους δροσούλα.
Α πάνω-κάτω μαχαλάςαρχίνισαν τα ίδια. Άναψ’ο πετροπόλεμος πάνε τα κιαραμύδια.
-Να μαύρα, να αχρόνιαγα, να π’να σας βγούν τα μάτια, να π’να σας παν στ’ς μανάδες σας παρτσιές, αμτσιές, κομμάτια !
Κ αλώς τη τη Σαρακοστή,ξύλα ο καθείς ας μάσει, τρανή φωτιά ν’ανάψωμε στον ουρανό να φτάσει.
Σπάρτα, πουρνάρια, λιόκλαρα, όλα γενήκαν στάχτη και μιας κι αυτά δεν έφτασαν, ήρθ’η σειρά του φράχτη.
Ν α εγώ παιδί τι έτρωγα:Ροδάκινα στο χνούδι, κεράσια σταχτοπράσινα, ντομάτες στο λελούδι,
κορόμηλα αγένωτα και τρυφερά φασόλια… Εμένα με μεγάλωσαν του κόσμου τα περβόλια.
T α έρμα τσοπανόπαιδακανένας δεν τα ξέρει, πότ’από δω, πότ’από κεί, χειμώνα καλοκαίρι.
Ποτέ δεν παν στην εκκλησιά και στο σχολείο ανάρια. Γι’αυτά δασκάλα τα έλατα, παπάδες τα πουρνάρια.
Τ ρανή φωνή ακούγεταιστο βράχο του Κουτρούλη κι όλες στυλώνουνε τ’αυτί νέθοντας στο πεζούλι.
Το φώναξ’ο πρωτόγερος τώρα το βράδυ-βράδυ: Στ’Αντρίτσου φέρανε μαλλιά ίσια κι ίσια με λάδι.
Μ ούστο κι αλεύρι στη φωτιάσε πήλινο τσουκάλι, περνάω, καρύδια στην κλωστή, την τέχνη μου έχω βάλει.
Τα καλανάω ζεστά-καυτά, τ’αφήνω να κρυώσουν, κρεμάω σουντζούκια αραδαριά στη σούβλα να στεγνώσουν.
Γ ιορτή και σκόλη σήμερα,γιορτάζουνε οι …άδες. Γλυκά, σπίτι, συγύρισμα, κοκκινιστό, σαρμάδες…
Έχω να πάω σε πολλούς, βιάζομαι, έχω αργήσει. Στο πόδι παίρνω το γλυκό: Χρόνια πολλά, να ζήσει.
Τ ώρα Λαμπρή, τώρ’άνοιξηκι η πασχαλιά έχει ανθίσει. Μαζεύετ’όλη η γειτονιά στο λάκκο για να ψήσει.
Κλίματα έχω για φωτιά, η σούβλα μου ξυλένια, αρνάδα δωδεκάρικη, κούπα μαλαματένια.
Σ τον Καβαλάρη τόταξα-μεγάλη Του η χάρη- βάλω τη φουστανέλλα μου, χαλάσω το μανάρι.
Το έγδαρα, το σούβλισα και τόσφιξα στ’αλάτι. Το έψησα, το λιάνισα κι αρχίζω απ’την πλάτη.
Τ ου χινοπώρου απόβροχο,ο φούρνος να καπνίζει, να ξεφουρνίζεις το ψωμί και να μοσχομυρίζει.
Στη μπρούμυτη πανακωτή τυρί απ’το βαρέλι και πιταλιές ζεστές-ζεστές, ρουμπίνι κοκκινέλι.
|