ΗΛΙΑ Κ. ΛΙΑΚΟΥ
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
Έ χω κυδώνι ολόχυμοκαι ρόιδο και σταφύλι, ρίγανη, βάγια, μάραθο, τσάι και χαμομήλι.
Τα καρφοψηλοκρέμασα κι έτσι δε θα σ’αφήσω: Θα σε ταγίσω γλύκισμα, μόσκο θα σε ποτίσω.
Α κάλεστη μου μίλησες,μ’έπιασες απ’το χέρι και μ’άνοιξες λαβωματιά με δίκοπο μαχαίρι.
Μα χάθηκες κι όλο ρωτώ και ψάχνω νύχτα-ημέρα και κλαιω και λεω τους καημούς λαλώντας τη φλογέρα.
Μ ε χιλιοπικρομάρανεςκαι μόψησες τα χείλια. Σόδωσα την καρδούλα μου, την έκανες πιστίλια.
«Η αγάπη σου ήταν ψεύτικη σαν του Μαρτιού το χιόνι, όπου το ρίχνει το ταχύ και το βραδύ το λιώνει».
Ε σύ ‘σουν αρχοντόπουλοκαι πήγες να σπουδάσεις, μαθαίνω πως καλοπερνάς μα εμένα θα με σκάσεις.
Θυμάμαι που χωρίσαμε κείνο το μαύρο γιόμα κι ακόμα η δόλια καρτερώ και περιμένω ακόμα.
Κ ι αν πάω μαναροφύλακαςδεν πάω για τις μανάρες, πάω για τις νόστιμες κυρές, τις πεταχτές κουμπάρες.
Για τέρα η Φλώρα αποκοτιές, σπαρτό δεν έχει αφήσει. -Σαν την κυρά σου θες κι εσύ νερό από ξένη βρύση.
Μ ια και οι δυο μας είμαστεάκου τι έχω πάθει, μα, προς Θεού, ο άντρας μου τίποτα να μη μάθει:
Δε νοιάζομαι που νηστικιά νυχτόημερα παλεύω, μαραίνομαι που μια ζωή και το φιλί νηστεύω…
Π αράτησαν στο καπηλειόγιομάτα τα ποτήρια και στύλωσαν τα μάτια τους όλοι στα παραθύρια.
Ειν’η Ασήμω η λιγερή, που κάθε μεσημέρι πάει στη βρύση για νερό με το σταμνί στο χέρι.
Θ έλω και πάλε να σε ιδώ,-ανάλαργος θορώντας- στη βρύση ανασκουμπωτή και λιανοτραγουδώντας,
να ψηλοδέσεις τα μαλλιά ν’αναψοκοκκινίσεις, ξυπόλυτη, ξετράχηλη, να μπεις να κοπανίσεις.
Σ το πανηγύρι τ’Αϊ-Γιωργιούνα μ’ανταμώσεις έλα. Συ βάλε τα σεγκούνια σου κι εγώ τη φουστανέλλα.
Κι όταν αρχίσ’η πίπιζα και μόλις θα σου γνέψω, έλα και στάσου δίπλα μου και βάστα να χορέψω.
Σ τημόνι βαίνει τη ντροπή,τη νιότη για υφάδι και τ’απαλοκοκκίνισμα της παρθενιάς σημάδι.
Πετάει η σαγίτα η γρήγορη, βαρειοχτυπάει το χτένι, τα πιο γλυκά της όνειρα στη σαρμενιά τα υφαίνει.
Μ ε κορδελάκια σ’άφησακαι σ’ήβρα με τσεμπέρι, μ’αποσταμένο το κορμί, με ζαρωμένο χέρι…
Η δούλεψη κι η στέρηση τα νιάτα τα μαραίνει. Σαν ψες ήταν που έφυγα… περνά η ζωή, διαβαίνει.
Ν εράιδες συναπάντησααπόψε μεσ’το ρέμα. Μ’έχουν εδώ, τις έχω κεί, μ’ανάψανε το αίμα.
Μα μόλις ξεμονάχιασα μια γαλανή κοντούλα, λάλησ’ο πρώτος πετεινός και ρόδισ’η αυγούλα.
|