Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ Η ΑΡΑΧΩΒΑ
ΗΛΙΑ Κ. ΛΙΑΚΟΥ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Δεν ειμ’ ο θελοπόταμος που βρούζοντας αφρίζει. Βρυσούλα είμαι στη λαγγαδιά που γλυκοκελαρίζει.
Δεν ειμ’ ωραία αγράμπελη που ευωδιά σκορπίζει. Κυκλαμινάκι είμαι δειλό που στην ισκιά ανθίζει.
Χαρούμενα πουν’ τα βουνά σαν απριλομαγιάζουν… Δωθ’ αλυχτάνε τα σκυλιά, κείθε τ’αρνιά βελάζουν.
Με σουριχτά, με χουγιαχτά γιομίζει ο αγέρας, με κυπροκουδουνίσματα, με λάλημα φλογέρας.
Διαγούρτι στην τσαντήλα μου, κατσίκι έχω ψημένο, Ψωμί σταρένιο και κρασί. Θα ρθείς; Σε περιμένω.
Δεν είναι μοναχά αυτά, θα σε φιλέψω κι άλλα: Θα φας από λαγό τυρί κι απ’άγριο γίδι γάλα.
Τώρα πήρε χινόπωρος και τα βουνά βουρκώνουν. Τα τσελιγκάτα οι μπιστικοί αρχίζουν να μαζώνουν.
Γλυκά τα κυπροκούδουνα χτυπάν θλιμένα σάμπως θα μείνουν έρμα τα βουνά και θα γλεντήσ’ο κάμπος.
Στο πόδι όλο το χωριό, μαυρολογάν οι δρόμοι. Εσύχλιασε και νύχτωσε και κουβαλάν ακόμη.
Φωνές, τργούδια και χαρές γιομίζουνε τ’αμπέλια. Τρέχει ο μούστος ο γλυκός και στοίβα τα βαρέλια.
Πάλε θα πάει γι’αργατιά κι είναι και μικρομάνα, ταχιά θα ξεκινήσουμε βαρώντας η καμπάνα.
Στο ένα χέρι το παιδί και στ’ άλλο το ξυνάρι. Κοιμήσου αγγελούδι μου σ’ανάσκελο σαμάρι.
Θαμπούτσικα χλιμήτρισε το ζωντανό μου τ’άξιο. Ταϊζω το, ετοιμάζω το κι ελιές πα να τινάξω.
Κατάμονος μα τόφτειαξα το φόρτωμα ως το γιόμα… Μπόλικος φέτος ο καρπός, πολλή η δουλειά ακόμα.
Ξεβγαίνει ο χεινόπωρος, εμάλιασε ο τόπος, θα ρίξω κάνα-δυό σπειριά κι ας πάει χαλάλι ο κόπος.
Ζεύω τα ζά μου στο ζυγό, τ’αλετρο κανονίζω, τη χειρολάβα εχούφτωσα, κάνω σταυρό κι αρχίζω.
Στόνα κρατάει χειρόβολο και στ’άλλο το δρεπάνι. Χαλάλι φέτος ο Θεός τον κόπο μου τον κάνει.
Γιόμισε με τ’αραδιαστά λιμάρια το χωράφι. Παίρνω σιτάρι μάλαμα και άχυρο χρυσάφι.
Δε λεω, καλή κι η θάλασσα, εχει περίσια κάλη, με τις βαρκούλες κουνιστές, μ’αμουδερό ακρογιάλι…
Γυρνάω όμως τις πλάτες μου, τραβάω απάνω ίσια. Χορτάστ’εσείς την αρμυριά, κι εγώ χάρη βουνίσια.
|