Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ Η ΑΡΑΧΩΒΑ

ΗΛΙΑ Κ. ΛΙΑΚΟΥ

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

 

 

Ο Μπάρμπα-Γιάννης το βραδύ

πίνοντας το περνάει

και στ’όργανό του τους καημούς

να παίζει αρχινάει.

 

Κι ως τα ποτήρια αδειάζουνε

και ο σεβντάς φουντώνει,

φεύγουν οι πρώτοι για δουλειά

κι αγάλια ξημερώνει.

 

Ο ντουλαμάς αλέκιαστος,

τσιγκέλι το μουστάκι,

τούφες τ’ολόσγουρο μαλί

τρογύρω στο σκουφάκι.

 

Τσαρούχι κορδοφούντικο,

τριζάτο κι όλο πούλι,

κυπαρισσένιο το κορμί,

Λάμπρο Καραφασούλη.

 

Ο Βλαχομήτρος κίνησε

για το Πανηγυράκι.

Θυμήθηκε τα νιάτα του

και μπήκε στο μεράκι.

 

Κι αν φτώχυνες κι αν ξέπεσες,

δε φταιει η αφεντιά σου,

το έχει σου κι αν έχασες

μένει η βλαχαρχοντιά σου.

 

Η Παναγιώτα χαρωπή,

αφράτη και ροδάτη,

σφουγγάει τα χέρια στην ποδιά

χαμόγελα γιομάτη.

 

Όλους μας καλοδέχεται

και πάντα κάτι θάχει,

λίγο λειψό μα εκλεκτό,

χάρμα για το στομάχι.

 

Απόστασ’η γριά-Σταθού,

πέφτει ξερή για ύπνο,

μα κάτω στο κατώγι της

η αλεπού είχε δείπνο.

 

Σα θα κατέβει για τ’αυγό

να δω τι κότες θαύρει.

Έφαγε και τη λαθουρή,

πάει κι η γεννούσα η μαύρη.

 

Πέρσυ στα στεφανώματα

και φέτος στα βαφτίσια.

Έχουν κρασιά τριώ λογιώ,

έχουν σφαχτά περίσια.

 

Μεστό σαν τ’αφροκύδωνο,

ροδάτο σαν το μήλο,

το βάφτισα, το μύρωσα

και τόβαλα Κοντύλω.

 

Έγινες και επίτροπος

-το είχες λεει τάμα-

και έρρεψες τα πρόσφορα

και ρήμαξες τ’ανάμα.

 

Ταχιά η ώρα σου σα ρθεί

Τέσσεροι να σε πάνε,

Τρανή η καμπάνα θα βαρεί

Να δεις πως σε τιμάνε.

 

Ταχιά φτάνει ο κουμπάρος μου,

μου τόγραψε στο γράμμα.

Πρώτα ρακί στον καφενέ

κι απέ θα φάμ’αντάμα.

 

Τραβάω στο καλυβάκι μου,

το τζάκι μου ετοιμάζω,

ροζιά βαίνω ελάτινα,

πατσά τραγίσια βράζω.

 

Συμπέθερε τι φταίω εγώ

πούν’άσημ’η γενιά μου;

Όμως ποιος είμαι αν θες να δεις

ρώτα τη γειτονιά μου.

 

Σου τόπα μια,σου τόπα δυό,

σου τόπα τρεις και δέκα:

Θέλω κι εγω να παντρευτώ,

λιμάζω τη γυναίκα.

 

Ποτέ παιδί δε μάλωσα

-θα πεις το παρακάνω-

όμως τόχω μονάκριβο

κι άργησα να το κάνω.

 

Αδιάβαστο, χωρίς φαγί,

ολημερούλα παίζει:

-Έλα να δεις τι σόχω εγώ,

ψωμί με πετιμέζι.

 

Μπρός-πίσω τα Χριστόημερα

πόσο νωρίς νυχτώνει.

Κυρούλα πλέκει στο σκαμνί

κι εγώ στο παραγώνι.

 

Απαρατάει το πλέξιμο,

τα ξύλα συνταυλίζει,

με παίρνει στην ποδιούλα της

και παραμύθι αρχίζει.

 

προηγούμενη

Σελίδα:1 2 3 4 5 6 7

επόμενη