Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ Η ΑΡΑΧΩΒΑ

ΗΛΙΑ Κ. ΛΙΑΚΟΥ

ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ

 

 

Κάθε που η μέρα σώνεται

γυρνάω τα μάτια επάνω,

ανάβω το καντήλι μου

και το σταυρό μου κάνω.

 

Γαλήνιο και ιλαρό

στον τοίχο παιχνιδίζει,

φέγγει στα εικονίσματα

κι αγίους ζωγραφίζει.

 

Στον Αϊ –Στάθη εσπερινό

κάνει ο Παπάς μονάχος

και ψάλτης κι εκκλησίασμα

ένας γεροξωμάχος.

 

Κυπαρισσάκι λιγερό

στο ιερό από πίσω

και τα σπουργίτια στα κλαριά

γλυκοκρατάν το ίσο.

 

Μούσκεμα ως το κόκαλο

σε ρημοκλήσι μπαίνω,

θλιμμένο κι αλειτούργητο

κι απολησμονημένο.

 

Ασπάζομαι το κόνισμα

κι ανάβω τα καντήλια.

Θέ μου, φύλα τη φαμελιά

λεν σιγαλά τα χείλια.

 

Φέτο μεγάλη ανομβριά,

ξεράθηκε ο τόπος,

χαθήκαν τα γεννήματα,

χαμένος πάει ο κόπος.

 

Όλοι μας θα νηστέψομε

για Θεία Κοινωνία

και σα σχολάσει η εκκλησιά

βγαίνομε λιτανεία.

 

Δεν έχω για πολλά σκουτιά

εγώ κι η φαμελιά μου,

ένα να πάω στην εκκλησιά

κι ένα για τη δουλειά μου.

 

Δεν έχω για πολλά φαγιά.

εκείνο που με κάνει,

να έχω αγάπη και υγειά.

Ψωμί κι ελιά με φτάνει.

 

Όταν σημάνει εσπερινός

κινάν οι πικραμένες,

αμίλητες και βιαστικές

και μαυροφορεμένες.

 

Παν στους αγαπημένους τους

κι ανάβουν τα καντήλια.

βροχή παν τα ματάκια τους

και πίνουν τα μαντήλια.

 

Κείθ’είναι τ’άλλο το χωριό

που διάβηκε και πάει

και δώθε τούτος ο ντουνιάς

που τους ακολουθάει.

 

Αράδα αράδα οι σταυροί,

βουβά τα κυπαρίσσια.

Εδώ και πλούσιοι και φτωχοί

είν’όλοι ίσια κι ίσια.

 

Τι φαταούλας είσ’εσύ!

Αρπάζεις απ’τη χείρα

που τρέφει τρία αρφανά…

Ας όψεται η μοίρα.

 

Συ καλοπέρνα στη ζωή

και ας πεθάνει εκείνη.

Όμως πιο πάνω κι από μας

είναι Θεός και κρίνει.

 

προηγούμενη

Σελίδα:1 2 3 4 5 6 7

επόμενη