Η ΑΡΑΧΩΒΑ

 

Απ’ το λαιμό του Παρνασσού

τη βλέπεις κρεμασμένη,

σαν της νυφούλας την ποδιά

την χρυσοκεντημένη.

 

Αν αγναντέψεις και τη δεις,

θα σε μαγέψει ξένε,

κι όταν ρωτήσεις θα σου πουν

Αράχωβα τη λένε.

 

Θα δεις τα σπίτια ανάκατα

με τα’ ουρανού τα’ αστέρια

και θα νομίζεις πως μπορείς

να φτάσεις με τα χέρια,

την Πούλια το ξημέρωμα,

τη νύχτα το φεγγάρι.

Θα δεις την εκκλησιά ψηλά

τ’ Άγιου της Καβαλλάρη,

πιο πάν’ από τα σύννεφα

τον ουρανό ν’ αγγίζει,

ένα μεγάλο τρόπαιο,

και μια μεγάλη μάχη,

με τον Αητό της Ρούμελης,

το θρυλικό Στρατάρχη.

 

Θα δουν γκρεμούς τα μάτια σου

και βράχια σκορπισμένα

και χρώματα χίλιων λογιών

στη Γη της απλωμένα.

 

Πριν σκαπετήσ’ ο Αυγερινός

και πριν φωτίσ’ η μέρα,

θ’ ακούσεις κελαϊδήματα

γλυκά απ’ τη φλογέρα.

 

Θα φτάνουν κουδουνίσματα

μελωδικά στ’ αυτιά σου ,

θα δεις κρυστάλλινα νερά

να τρέχουνε μπροστά σου

κι ένα κόσμο περήφανο ,

γεμάτο καλωσύνη,

που την αγάπη του σκορπά

και τη χαρά σου δίνει.

 

Δεν έγραψα υπερβολές,

να με πιστέψεις, Ξένε,

αυτή ναι η Πατρίδα μου,

Αράχωβα τη λένε.

 

Γεώργιος Θ. Σύρος

 

επόμενη σελίδα

                    δημοτική & ποιητική ανθολογία