Η Αμπελοκαλλιέργεια

στην Αράχωβα

-ΑΛΛΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ-

 

Η καλλιέργεια του αμπελιού ήταν στην Αράχωβα, από πολύ παλιά, βασικής οικονομικής σημασίας. Υπήρξε άλλοτε η μεγαλύτερη πλουτοπαραγωγική πηγή του αφού οι αποδόσεις του ήταν αρκετά μεγάλες και η ποιότητα των σταφυλιών εκλεκτή για την παρασκευή κρασιού.

Η καλλιέργεια αυτή ήταν ευνοημένη από το τοπικό κλίμα, από το έδαφος, τη νότια έκθεση των αμπελιών και από άλλους παράγοντες.

Κύριο καλλιεργούμενο είδος ήταν η "ανοφόρος άμπελος" με τις ακόλουθες ..... και τ' αντίστοιχα ποσοστά συμμετοχής των στο σύνολο της καλλιέργειας. Κορύφι μαύρα 30%, Καστελιώτικο (Σκυλοπνίχτης) 20%, Κοκκινάρι (Ροδίτης) 15%, Σταματιανό (Σαββατιανό) 5%, Ραβδίστρα (Ασπρούδα) 5%, Μούχτουρο 5%, Αετονύχι 5%, Χειμωνιάτικο 4%, Γρυπιώτικο (κολοκυθάτο) 3%, Μαυρούδα 3%, Μοσχοστάφυλο άσπρο 2%, Μουδιάτικο 2%, Μαυροδάφνη 1%.

Εκτός από τις παραπάνω ανεπίσημες ποικιλίες καλλιεργούντο και οι ακόλουθες ποικιλίες επί κληματαριών (κρεββατίνες) για παραγωγή επιτραπέζιων σταφυλιών.

Αετονύχι άσπρο 50%, Αετονύχι νυχάτο 20%, Αετονύχι μαύρο 15%, Επτάφορο 10%, Μοσχάτο 5%.

Τα παλιά αμπέλια είχαν φυτευτεί από πολλά χρόνια και κυρίως σε εδάφη με μεγάλες κλίσεις (μέχρι και 45%), και γι αυτό το λόγο οι βροχές το χειμώνα παρέσυραν τα εδαφικά συστατικά σε βάρος της καλλιέργειας.

Σε πολλά σημεία είχαν κατασκευασθεί ξηρολιθιές (δέματα) για την προστασία των εδαφών αλλά και αυτά με το χρόνο εγκαταλείφτηκαν και ερειπώθηκαν.

Οι φυτείες στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ήταν καλά τοποθετημένες, ούτε σε κανονικές γραμμές και αποστάσεις μεταξύ των ....., η καλλιέργεια δε (σκάψιμο) γινόταν με τα χέρια.

Οι καλλιεργητικές εργασίες στα αμπέλια ήταν: 1) το κλάδεμα, 2) το σκάψιμο με τα χέρια (με ξινάρια), 3) η λίπανση με μικρές σχετικά εκτάσεις κάθε χρόνο με ζωική κοπριά από τα ζώα ή από μαντριά αιγοπροβάτων, σπάνια δε χρησιμοποιούντο χημικά λιπάσματα. 4) 2-3 βλαστολογήματα και 1-2 κορυφολογήματα κατ' έτος. 5) θειαφίσματα 2-3 που ακολουθούσαν τα βλαστολογήματα εκτός του πρώτου. Καταπολέμηση άλλων ασθενειών εκτός των θειώσεων (θειαφίσματα) δεν γίνονται.

Λόγω του μεγάλου υψόμετρου της περιοχής τα σταφύλια ωριμάζουν κάπως αργά (25 Οκτωβρίου - 10 Νοεμβρίου περίπου) οπότε και γίνεται ο τρύγος.

 

Καλλιέργεια αμπελιών - Παρασκευή κρασιού

 

Προπολεμικά η καλλιέργεια του αμπελιού άρχιζε το μήνα Δεκέμβριο με το φύτεμα των αμπελιών. Για να φτάσουν όμως να φυτέψουν τα κλήματα έπρεπε πρώτα να σκάψουν αυλάκια σε βάθος ενός μέτρου, τα οποία έλεγαν «γάρδο» ή «γράνα» (αυλάκι). Η απόσταση του ενός κλήματος από το άλλο ήταν 80 εκ. περίπου. Την απόσταση αυτή την μέτραγαν με το μήκος του ξύλίνου μέρους της αξίνας, την οποία έλεγαν «ξυάρ`». Αφού λοιπόν έσκαβαν αυτά τα αυλάκια τοποθετούσαν τα κλήματα, τα οποία είχαν ύψος 1,60 μ. περίπου. Τα τοποθετούσαν δε με τέτοιο τρόπο, ώστε πάνω από την επιφάνεια του εδάφους περίσσευαν 30 εκ. περίπου. Το φύτεμα κρατούσε ως το τέλος του Ιανουαρίου περίπου. Την επόμενη χρονιά έσκαβαν το αμπέλι προσέχοντας να κόβουν τις τυχόν καινούριες ρίζες («μάτια») που είχαν βγει γύρω από τα κλήματα, ώστε να εμποδίσουν την παράλογη ανάπτυξή τους. Τα κλήματα βλάσταιναν και έφταναν το πολύ μέχρι 30 εκ. ύψος. Αυτό ήταν δηλαδή, το ύψος που τα άφηναν να φτάσουν, για να έχουν καλή ποιότητα σταφυλιών. Το μήνα Μάιο-Ιούνιο θειάφιζαν τα αμπέλια, τρεις φορές ανά 20 ημέρες περίπου. Το κλάδεμα δε, γινόταν από Φεβρουάριο-Μάρτιο. Μέσα σε τρία-τέσσερα χρόνια είχαν την πρώτη συγκομιδή. Τα σταφύλια τα μάζευαν γύρω στις 20 Οκτωβρίου, τοποθετώντας τα μέσα σε καλάθια. Για το πάτημα των σταφυλιών χρησιμοποιούσαν τα πέτρινα πατητήρια, που υπήρχαν εκεί στο κάθε αμπέλι, τα οποία βέβαια είχαν καθαριστεί και ετοιμαστεί γι' αυτή τη δουλειά (τα ασβέστωναν για απολύμανση). Πατούσαν λοιπόν τα σταφύλια και έβγαζαν το μούστο. O μούστος μαζευόταν στο «κολύμπι». Το κολύμπι ήταν κάτι σαν καζάνι ή στέρνα μικρή που βρισκόταν κάτω από την οπή που είχε το πατητήρι για να βγαίνει ο μούστος. Από εκεί με την «φχιέτα» (κανάτα ή κατσαρόλα) έβαζαν το μούστο στις «γιδιές».

Οι γιδιές ήταν τομάρια από γίδες ή τράγους μεγάλους με τα οποία είχαν φτιάξει μεγάλους ασκούς. Μέσα στις γιδιές λοιπόν και με τη βοήθεια γαϊδουριών μετέφεραν το μούστο στο χωριό. Μετά έριχναν το μούστο σε μεγάλες κάδες μαζί βέβαια με τα τσίπουρα. Τις κάδες τις σκέπαζαν πρώτα με σπάρτα και μετά με καθαρά λατσούδια, σανίδια, στερεώνοντας τα τελευταία πάρα πολύ καλά γιατί υπήρχε ο φόβος να ανοίξουν από το βράσιμο του μούστου.

Ο μούστος με τα τσίπουρα παρέμειναν μέσα τριάντα έως πενήντα ημέρες, οπότε σταματούσε η βράση και τότε καταλάβαιναν ότι έπρεπε να τραβήξουν το κρασί.

Τραβούσανε τότε από την κάδη το κρασί και το βάζανε στα βαρέλια τα οποία είχανε στην σειρά. Στη συνέχεια τα τσίπουρα τα πέρναγαν από το στίφτη, μηχάνημα το οποίο έστυβε, τα τσίπουρα και έδινε ένα κρασί δεύτερου χεριού το οποίο έλεγαν «στιψιάτικο». Κι' αυτό γιατί ήταν μεν πιο δυνατό αλλά δεν ήταν καθόλου γευστικό. Το «στιψιάτικο» το έριχναν μέσα στο υπόλοιπο κρασί ώστε να αυξήσουν τους βαθμούς του και να το κάνουν πιο δυνατό.

Αυτό ήταν η πρώτη ποιότητα του κρασιού.

Η δεύτερη ποιότητα κρασιού έβγαινε με το δεύτερο στύψιμο προηγουμένως είχανε ρίξει τα πρώτα στυμμένα τσίπουρα μέσα στην κάδη, μαζί με νερό, τόσους τενεκέδες όσες ήταν οι στυψιές, και μετά τα ξαναστύβανε, οπότε έβγαινε η δεύτερη ποιότητα, η οποία λεγόταν «φτεια» και ήταν για κατανάλωση στο σπίτι.

Στα βαρέλια στη συνέχεια ρίχνανε ρετσίνι, που η αναλογία ήταν: σε 80 οκάδες κρασί ρίχνανε μισή οκά ρετσίνη, και υπολογίζανε αναλόγως τα βαρέλια μα την χωρητικότητα. Ματά από ένα μήνα τα χρίζανε, δηλαδή βράζανε επάνω στο καπάκι ρετσίνι για να μην παίρνει αέρα. Και τότε το κρασί ήταν έτοιμο.

Τα βαρέλια ήταν όλα τοποθετημένα οριζόντια. Στο μέσον της όψεως υπήρχε μία τρύπα την οποία την κλείνανε με κανάβι και ρετσίνι. Η τρύπα αυτή, χρησίμευε για να δοκιμάζει ο έμπορος το κρασί. Στον πυθμένα της όψεως υπήρχε μία άλλη τρύπα με φελλό ή κάνουλα για να μπορούνε να παίρνουνε το κρασί.

Για την παρασκευή του «μπρούσκου» κρασιού, έπρεπε το αμπέλι να έχει πολύ «μούχτορο». Μούχτορο απoκαλούσαν το σταφύλι που ήταν πολύ μαύρο, είχε σκληρές ρόγες και ήταν στιφό - άγλυκο. Κατά τα άλλα η παρασκευή ήταν η ίδια με τα άλλα κρασιά.

Παραγωγή κρασιού

Προπολεμικά το κρασί αποτελούσε βασικό εισόδημα για τους αραχωβίτες αγρότες, ισότιμο και για ορισμένους ανώτερο, από το εισόδημα της ελιάς. Απ' τις 1000 οικογένειες που ζούσαν μόνιμα στο χωριό μας, οι 800 περίπου είχαν ιδιόκτητα αμπέλια που τα καλλιεργούσαν συστηματικά. Η μέση ετήσια απόδοση, για το 80% των ιδιοκτητών αυτών, ήταν γύρω στα 20-25 φορτώματα. Ένα φόρτωμα κρασιού ισοδυναμούσε με 80 oκάδες. Υπήρχαν όμως και αμπελοκαλλιεργητές με ετήσια παραγωγή που έφτανε τα 70-80 φορτώματα. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της παραγωγής το διέθεταν στο εμπόριο. Το κρασί της Αράχωβας ήταν περιζήτητο σε πολλές περιοχές της Ελλάδας για την υψηλή ποιότητά του και την αντοχή του. Για την καλλιέργεια του αμπελιού αφιέρωναν όλο το χρόνο τους εκτός από τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο, Σεπτέμβριο. Αντίθετα για την ελιά αφιέρωναν πάλι όλο το χρόνο, εκτός όμως από τους μήνες Μάιο, Ιούνιο, Ιούλιο.

Η παραγωγή του 1940 υπήρξε από τις μεγαλύτερες όπως λένε. Μάλιστα το ξέσπασμα του Ελληνοϊταλικού πολέμου βρήκε το χωριό απάνω στον τρύγο και δημιουργήθηκαν μεγάλα προβλήματα στη μεταφορά των σταφυλιών μετά την επίταξη των μουλαριών για τις ανάγκες του μετώπου.

Στα πρώτα, ανώμαλα, μετακατοχικά χρόνια, σημαντικός αριθμός νέων αραχωβιτών έφυγε για τα αστικά κέντρα και η έλλειψη εργατικών χεριών ήταν το πρώτο σοβαρό πλήγμα για την τοπική γεωργική παραγωγή. Στη δεκαετία του 50, εμφανίστηκε η φυλλοξήρα, φoβερή ασθένεια του αμπελιού η οποία δεν αντιμετωπίστηκε έγκαιρα και αποτελεσματικά και σε σύντομο διάστημα κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος.

Σήμερα 20 περίπου οικογένειας παράγουν κρασί για δική τους χρήση. Ελάχιστο φτάνει στην αγορά. Οι υπόλοιποι προμηθεύονται μούστο από τις γύρω περιοχές.

 

Σελίδα:1 2 

επόμενη