Σύγχρονη Αράχωβα και Παράδοση

Άλλες σελίδες

Πανηγυράκι | Πάσχα |  Οι Καιροί | Οι Βρύσες | Κάλαντα |

Αποτρυγώντας

 

Δημοτικά τραγούδια

*Πανηγυράκι

 

ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ

 

Σαράντα παλικάρια

από τη Λει-. από τη Λειβαδιά.

Πάνε για να πατήσουνε

την Τροπο-, μωρ’ την Τροπολιτσά

 

Στο δρόμο που πηγαίνανε γέροντα,

μωρ’ γέροντ’ απαντούν.

Ώρα καλή σου γέρο

καλώς τα τα, καλώς τα τα παιδιά.

 

Πού πάτε παλικάρια

πού πάτε βρε, πού πάτε βρε παιδιά.

Πάμε για να πατήσουμε

την Τροπο-, μωρ’ την Τροπολιτσά

 

ΕΝΑΣ ΑΪΤΟΣ

 

Ένας, μωρέ ένας, ένας αϊτός καθότανε,

Μωρέ καθότανε,

Στον ήλιο και λιαζότανε, μωρέ λιαζότανε.

 

Κι έξυ-, μωρέ κι έξυνε τα νυχάκια του,

μωρέ τα νυχάκια του,

τα νυχοποδαράκια του, μωρέ ποδαράκια του.

 

Νύχια, μωρέ νύχια, νύχια μου και νυχάκια μου,

μωρέ και νυχάκια μου,

και νυχοποδαράκι μου, μωρέ ποδαράκια μου.

 

Την πέ-, την πέρδικα, την πέρδικα που πιάσατε,

μωρέ που πιάσατε,

να μην την εχαλάσετε, μωρέ μη χαλάσετε.

 

Θε να, μωρέ θε να, θε να τη βάλω στο κλουβί,

μωρέ στο κλουβί,

να κελαηδεί κάθε πρωί, μωρέ κάθε πρωί.

 

 

ΠΑΝΩ ΣΕ ΨΗΛΗ ΡΑΧΟΥΛΑ

 

Πα- μωρέ πάνω, σε ψηλή ραχούλα,

πάνω σε ψηλή ραχούλα, κάθεται μια βλαχοπούλα.

 

Και μωρέ και τη ρόκα της κρατάει

και τη ρόκα της κρατάει, πρόβατα κι αρνιά φυλάει.

 

Τσο- μωρέ τσοπανόπουλο από πέρα,

τσοπανόπουλο από πέρα, τραγουδάει με τη φλογέρα.

 

Τρα- μωρέ τραγουδάει το καημένο,

τραγουδάει το καημένο, με παράπονο, θλιμμένο.

 

ΟΤΑΝ ΠΕΡΝΑΣ ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΧΑΜΗΛΩΝΕΙΣ

 

Όταν περνάς , καλέ, γιατί τα μάτια χαμηλώνεις ;

έχεις παράπονο και δεν το φανερώνεις ;

 

Λόγια του κόσμου μην ακούς ότι σου λένε,

δες τα ματάκια μου που μέρα νύχτα κλαινε.

 

Δε μου μιλάς γιατί Δε θες να μου μιλήσεις ;

ρίξε μου μια ματιά να με παρηγορήσεις.

 

ΤΩΡΑ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

 

Τώρα τα πουλιά,

τώρα τα χελιδόνια,

τώρα οι πέ-, τώρα οι πέρδικες.

 

Τώρα οι πέρδικες

γλυκολαλούν και λένε:

ξύπνα αφέ-, ξύπνα αφέντη μου.

 

Ξύπνα αφέντη μου,

ξύπνα γλυκιά μου αγάπη,

ξύπνα αγκά-, ξύπνα αγκάλιασε.

 

Ξύπνα αγκάλιασε

κορμί κυπαρισσένιο,

κάτασπρο, κάτασπρο λαιμό.

 

Κάτασπρο λαιμό

σαν του Μαγιού το δρόσο,

σαν το κρύο, σαν το κρύο το νερό.

 

ΜΑΤΙΑ ΣΑΝ ΚΑΙ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΟΥ

 

Μάτια σαν και τα δικά σου,

δεν υπάρχουν στο ντουνιά,

κι όποιος τα γλυκοφιλήσει,

χάρο δεν φοβάται πια.

 

Άσε με να τα φιλήσω,

μήπως βρω τη γιατρειά.

Να μου φύγει το σαράκι,

που μου τρωει την καρδιά.

 

ΜΕ ΓΕΛΑΣΕ ΜΙΑ ΧΑΡΑΥΓΗ

 

Με γέλασε μια χαραυγή

τ’ άστρα και το φεγγάρι,

με γέλασαν και μου πανε

ποτέ δεν θα πεθάνω.

 

Άντε και βγήκα νύχτα στα βουνά

ψηλά στα κορφοβούνια,

βλέπω το χάρο να ΄ρχεται

στο άλογο καβάλα.

Μη με παίρνεις χάρε μη με παίρνεις

αφού δε με ξαναφέρνεις.

 

 

ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ

 

Τι έχεις καημένε Παρνασσέ,

και στέκεις λυπημένος ;

Μην είν’ τα χιόνια σου βαριά

και τα νερά σου κρύα ;

 

Δεν είν’ τα χιόνια μου βαριά

και τα νερά μου κρύα.

Σαράντα βρύσες με νερό

κι εξήντα δυο πηγάδια,

δεν μου τον σβήνουν τον καημό

πόχω στα φυλλοκάρδια.

 

ΝΑ ΤΑΝ ΤΑ ΝΙΑΤΑ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ

 

Ωρέ να ΄ταν τα νιάτα,

να ΄ταν τα νιάτα δυο φορές,

να ΄ταν τα νιάτα δυο φορές

τα γηρατιά καμία.

 

Ωρέ να ξανανιώσω

να ξανανιώσω πουλί μου μια φορά

να ξανανιώσω μια φορά

να γίνω παλικάρι.

 

Ωρέ να βάνω το φε-,

να βάνω το φεσάκι μου,

να βάνω το φεσάκι μου,

να βγαίνω στο παζάρι.

 

ΙΤΙΑ – ΙΤΙΑ

 

Ιτιά, Ιτιά μοσχοϊτιά

μου ΄χεις μαράνει την καρδιά.

 

Ιτιά, Ιτιά μέσα στο ρέμα

σ’ αγαπώ δεν είναι ψέμα.

 

Ιτιά μου σε παρακαλώ

σκύψε να κόψω τον ανθό.

 

Στη Ρούμελη και στο Μοριά

όλοι χορεύουν την Ιτιά.

 

Ιτιά μου στα χρυσά σου κλώνια

κελαηδούν πουλιά κι αηδόνια.

 

Ιτιά μου εσύ γλυκιά

δώσε μου δυο γλυκά φιλιά.

 

Δώσε μου δυο γλυκά φιλιά

να μου γιατρέψεις την καρδιά.

 

 

Σ’ ΑΓΑΠΩ ΓΙΑΤΙ ΕΙΣΑΙ ΩΡΑΙΑ

 

Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ γιατ’ είσαι ωραία,

σ’ αγαπώ γιατ’ είσαι εσύ.

Αγαπώ, αγαπώ κι όλο τον κόσμο,

γιατί ζεις κι εσύ μαζί.

 

Το παρά- το παράθυρο κλεισμένο,

το παράθυρο κλειστό.

Άνοιξε, άνοιξε το ένα φύλλο

την εικόνα σου να ιδώ.

 

ΤΟ ΓΕΛΕΚΑΚΙ

 

Το γελεκάκι που φοράς,

εγώ στο ΄χω ραμμένο.

Με πίκρες και με βάσανα

το ΄χω φοδραρισμένο.

 

Φόρα το μωρό μου, φόρα το χρυσό μου,

γιατί δε θα το ξαναφορέσεις άλλο πια,

φόρα το για νάσαι για να με θυμάσαι,

για μετάξι έχω τα σγουρά σου τα μαλλιά.

 

Με πήρ’ ο ύπνος κι έγειρα

στου καραβιού την πλώρη

και ήρθε και με ξύπνησε

του καπετάνιου η κόρη.

 

Άιντε το μαλώνω, το μαλώνω,

άιντε κι ύστερα το μετανιώνω.

Άιντε το μαλώνω και το βρίζω,

άιντε την καρδούλα του ραγίζω.

 

ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ

 

Το βλέπεις κείνο το βουνό το κορφανταριασμένο,

που’ χει ανταρούλα στην κορφή και καταχνιά στον πάτο,

πο’ χει τον πύργο γυάλινο, τα τζάμια κρυσταλλένια ;

 

Εκεί κοιμάται μια ξανθιά μιας χήρας θυγατέρα.

Μα πώς να την ξυπνήσουμε, μα πώς να της το πούμε ;

Ξύπνα ,καημένη Αναστασιά , και μην βαριά κοιμάσαι

ξύπνα ν’ ανάψεις τη φωτιά , να σβήσεις το λυχνάρι

γιατί μας πήρε η χαραυγή, το δόλιο μεσημέρι.

 

Πώς να σκωθώ, λεβέντη μου, πώς να σκωθώ, παιδί μου,

μπλέχθηκαν τα μαλλάκια μου με τα δικά σου αντάμα.

 

προηγούμενη

Σελίδα 1 2