Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ Η ΑΡΑΧΩΒΑ

ΗΛΙΑ Κ. ΛΙΑΚΟΥ

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

 

 

Βαριά ανασαίνει ο Παρνασσός

κι απ’την τρανή του ανάσα

ανασαλεύουν τα στοιχειά

στα στήθια του τα λάσα.

 

Μουγκρίζει, αναταράζεται,

το μάτι του θελώνει,

ξερνάει φιό καταριακό,

οργιές το πάει το χιόνι.

 

Αποβραδίς κι ελάλησε

ο κόκορας στο φράχτη,

δε θέλω εγώ βαρόμετρο

δε θέλω άλλον κράχτη.

 

Πέφτ’ασημένια η βροχή

και μάλαμα τα φύλλα.

Έλαμψ’ο τόπος καθαρός,

μύρισε χωματίλα.

 

Του χινοπώρου η φωτιά

τί συντροφιά κρατάει…

Γλυκάδα πόχει η βροχή

στον τσίγκο σα βαράει.

 

Κόβω καρβέλι διμηνιό,

κρασί μέσ’το κανάτι,

μανίτες βαίνω να ψηθούν

και πίσπιλο στ’αλάτι.

 

Από νωρίς η χειμωνιά

μας έχει λημεριάσει

και όπως δείχνουν οι καιροί

θα μας ξετομαριάσει.

 

Ξεράθηκαν τα χέρια μου,

τα δόντια τσακανίζουν.

Η μόνη μου παρηγοριά

τα τζάκια που καπνίζουν.

 

Tώρα στα χειμωνιάσματα

κάμε και δώθε απάνω,

κυδώνι μέσ’ στη χόβολη

μοσχάτο θα σου βάνω.

 

Να δεις τους φράχτες, τις αυλές,

τα δέντρα με στολίδια,

πως κρέμονται τα κρούσταλλα

από τα κεραμύδια.

 

Αχάραγα Πρωτοχρονιά

φωτιά μου συμμαζεύω

τσιλίκι βαίνω κούτσουρο

και την καλοπαντρεύω.

 

Στη βρύση πάω άνυφτος,

το γλύκισμά μου αφήνω,

παίρνω τ’αμίλητο νερό,

ξεπλένομαι και πίνω.

 

Άγιος Βασίλης έρχεται,

στα γιορτινά το σπίτι,

τ’ολόπλεχτο τζακόπανο

και το καλό καρπίτι.

 

Όπως τις άλλες τις χρονιές

έτσι έρχεται και τώρα,

για μας τα χωριατόπαιδα

που να τα βρεί τα δώρα…

 

Άρχισαν και χωνεύουνε

της χειμωνιάς τα χιόνια.

Γέλασ’ο τόπος, το χωριό

γιόμισε χελιδόνια.

 

Στο σύρμα τιτιβίζοντας

μας λένε τη χαρά τους,

πως κουβαλάν την άνοιξη

στα σπαθωτά φτερά τους.

 

Σήμερα Ευαγγελισμού.

Θα κατεβώ να πάρω

φτενό και οκαδιάρικο

τσαρούχι μπακαλιάρο.

 

Ξυντήλες, στρέφλα, λάπαθα,

μυρμνίδες έχω βάνει.

Έξω ευωδιάζ’η άνοιξη

και μέσα το μπριάνι.

 

Καθώς οι δρόμοι μείνανε

αλλοιώτεψε ο τόπος.

Θα πεις πρωτού τι κάναμε;

Μας έμενε ο κόπος.

 

Καλό και τ’αυτοκίνητο,

καλοί είναι κι οι δρόμοι,

μα και τα μουλαροκούδουνα

καλύτερα ακόμη.

 

Κοντά στ’άλλα μου έχοντα

-χαρά, τόχω περίσια-

δουλεύουν γλυκοβρούζοντας

και κάνα-δυο μελίσσια.

 

Ρείκι, αλισφάκι, ρίγανη,

λαπούσι, τσάι, θυμάρι…

Βγάζω ανθόμελο φλουρί

κηρήθρα κεχριμπάρι.

 

Ανήφορος και μου χτυπάει

το αίμα στο μηνύγγι,

Αύγουστος και μου τόφρυξε

η δίψα το λαρύγκι.

 

Στη λιανοβρύση ακούμπησα,

τα σέγια μου αφήνω,

φύλλο βαίνω για κάλανο,

τη χούφτα μου και πίνω.

 

Νάθελε να μην έσωνε !

Χάθηκε μαύρος χάρος !

Για τις νυφάδες πάντοτε

ο γέρος είναι βάρος.

 

Δεν τις αντέχει τις φωνές,

τη χόρτασε τη γκρίνια.

Αδράζει το ταγάρι του

και πάει με τα μαρτίνια.

 

Εγώ σας λεω απήτιαγους,

εσείς πές’τε με βλάχο.

Σείς φάτε τα «καλά» φαγιά,

μου φτάνει εμένα νάχω

 

τυρί, ντομάτα και ελιές,

ξερό ψωμί βρεμένο,

σκόρδο και βίκα με κρασί

στη βρύση κρυωμένο.

 

προηγούμενη

Σελίδα:1 2 3 4 5 6 7

επόμενη